- ἔγχρισμα
- ἔγ-χρισμα, ατος, τό,A liniment, embrocation, Hp.Hum.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔγχρισμα — liniment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχρισμα — το (AM ἔγχρισμα) η επάλειψη … Dictionary of Greek
ἐγχρισμάτων — ἔγχρισμα liniment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασι — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασιν — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσματα — ἔγχρισμα liniment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)